ΚΟΙΝΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΕΝΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ - ΓΟΝΕΪΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ
Α΄. Γάμος· αρχή της οικογένειας.
Αν ανοίξουμε κάποιο εγκυκλοπαιδικό λεξικό, θα δούμε ότι οικογένεια λέγεται· «Ομάς ανθρώπων συνδεδεμένων δια φυσικών δεσμών (γονείς, τέκνα και αδελφοί) διαβιούσα υπό την αυτήν στέγην». Ή πιο συγκεκριμένα· «Οικογένειαν καλούμεν σήμερον ομάδα αποτελουμένην αφ’ ενός μεν εκ δύο ετεροφύλων προσώπων, συνημμένων δια του δεσμού του γάμου, αφ’ ετέρου εκ του κοινού γάμου τέκνων. Αύτη στηρίζεται επί της αμοιβαίας πίστεως και της προθέσεως ισοβίου συμβιώσεως. Πας άλλος δεσμός μη στηριζόμενος εις τον γάμον, αποκλείων της κοινότητος ταύτης τα τέκνα και μη ών μακράς ή κατά πρόθεσιν τουλάχιστον ισοβίου διαρκείας, δεν είναι οικογένεια. Αύτη βεβαίως είναι η έννοια της μονογαμικής οικογενείας και ουχί της πολυγαμικής»1, η οποία προσιδιάζει στα άλογα ζώα μάλλον παρά στον άνθρωπο.
Εκείνο το οποίο πρέπει να επισημάνουμε και να τονίσουμε από τα πιο πάνω λεχθέντα για την οικογένεια είναι, ότι η έννοια της οικογένειας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και συνυφασμένη με την έννοια του γάμου. Όπως όμως υπογραμμίζει το λεξικό, «δεσμός μη στηριζόμενος εις τον γάμον δεν είναι οικογένεια». Κι όπως λέγει ο Χρήστος Ανδρούτσος στην Ηθική του, «η οικογένεια ιδρύεται δια του γάμου, της ισοβίου συζεύξεως δήλα δη ανδρός και γυναικός επί τη βάσει της του γένους σχέσεως»2.
Συνεπώς, για να μελετήσουμε το θέμα «Η οικογένεια ως θεσμός εν Χριστώ», πρέπει να αναλύσουμε με δυο λόγια το θέμα του γάμου. Τι είναι γάμος, ποια είναι η σχέση που έχει με την Εκκλησία και ποιοι είναι οι σκοποί του.
Β΄. Τι είναι ο γάμος.
Ο Θεοδώρητος Κύρου, ερμηνεύοντας το χωρίο της Γενέσεως «Και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν»3, λέγει ότι εδώ εμφανίζεται ο πρώτος νόμος ο οποίος «μετά την της γυναικός δημιουργίαν ετέθη, και τη φύσει των ανθρώπων εμπέπηγε»4. Δηλαδή, αμέσως μετά την δημιουργία της γυναίκας ο Θεός θέλοντας να υπάρχει πλήρης ψυχοσωματική ένωση των δύο φύλων, εμφύτευσε μέσα στη φύση των πρωτοπλάστων την έλξη που υπάρχει έκτοτε και που οδηγεί στο φαινόμενο του γάμου.
Συνεπώς, όπως παρατηρεί κάπου ο πολύκλαυστος π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, «ο γάμος είναι φυσικός δεσμός και θεσμός ο οποίος έχει την αυτήν μετά του ανθρωπίνου γένους ηλικίαν. Ο Χριστιανισμός δεν ίδρυσε τον θεσμόν του γάμου, αλλά τον προϋπάρχοντα φυσικόν θεσμόν εξυγίασε και ανύψωσεν εις την τάξιν Μυστηρίου και την εν αυτώ σχέσιν ανδρός και γυναικός είδεν ως τύπον και εικόνα της υπερφυούς σχάσεως Χριστού και Εκκλησίας»5.
Γι’ αυτό ο Παύλος, «το στόμα του Χριστού», μιλώντας για το γάμο στην προς Εφεσίους επιστολή του, αφού αναφέρει το προαναφερθέν χωρίο της Γενέσεως «…και έσονται οι δύο εις σάρκαν μίαν», προσθέτει· «Το μυστήριον τούτο μέγα εστίν, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την εκκλησίαν»6. Δηλαδή, ο γάμος στον χριστιανισμό παύει να είναι ένα φυσικός θεσμός και δεσμός· αποτελεί πλέον «μυστήριον μέγα». Αποτελεί πράξη ιερή, στην οποία με ορατά σημεία παρέχεται στους πιστούς η αόρατη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και η χάρη αυτή μεταβάλλει τις ανθρώπινες φυσικές σχέσεις σε μυστήριο σχέσεων Χριστού και Εκκλησίας.
Γ΄. Σκοπός του γάμου.
Ο σκοπός του γάμου δεν είναι μόνο η διάδοση του γένους ούτε η αμοιβαία βοήθεια των συζύγων. Διότι όπως παρατηρεί ο Χρήστος Ανδρούτσος, εάν μεν σκοπός του γάμου ήταν μόνο η παιδοποιία, θα έπρεπε ο γάμος να διαλύεται σε περίπτωση ατεκνίας. Εάν δε σκοπός ήταν μόνο η αμοιβαία βοήθεια, τότε και απλή φιλία μπορούσε ν’ αναπληρώσει τον γάμο και θα έπρεπε να διαλύεται όταν για ασθένεια ή αμέλεια ή οκνηρία οι δύο σύζυγοι δεν αλληλοβοηθούνται7. Σπουδαίος σκοπός του γάμου είναι η προφύλαξη του ανθρώπου από τις σαρκικές διαστροφές, που τόσο τον μολύνουν και τον απομακρύνουν από τον Θεό. «Δια δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω, και εκάστη τον ίδιον άνδρα εχέτω», λέγει ο Παύλος8. Και παρατηρεί ο Χρυσόστομος· «Μία τις εστί γάμου πρόφασις, το μη πορνεύειν, και δια τούτο το φάρμακον εισενήνεκται τούτο»9. Εκτός όμως της προφυλάξεως από την πορνεία, κύριος και βασικός σκοπός του γάμου είναι η τελειοποίηση του ανθρώπου. Όπως λέει ο επίσκοπος, πρώην Φλωρίνης, Αυγουστίνος Καντιώτης, «ο βαθύτερος σκοπός του γάμου είναι η δια της ενώσεως ανδρός και γυναικός ολοκλήρωσης του ανθρωπίνου όντος, η δια της ασκήσεως των αρετών ηθική τελειοποίησης ανδρός και γυναικός»10. Και όπως εύστοχα παρατηρεί ο αείμνηστος Παναγιώτης Τρεμπέλας, «η βοήθεια, δι’ ην εδόθη τω Αδάμ η σύζυγος, δεν αναφέρεται απλώς εις υπηρεσίας τινάς σωματικάς»11. Αλλά, όπως συμπληρώνει άλλος, σύγχρονος ακαδημαϊκός θεολόγος, «η γυναίκα είναι ‘βοηθός’ του ανδρός με μια έννοια σωτηριολογική»12. Είναι-πρέπει να είναι- βοηθός, συμπαραστάτης και συμπορευτής στη δύσκολη πορεία για τελείωση και ένωση με τον Θεό. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Παύλου «Ηγίασται ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω ανδρί»13. Δηλαδή η γυναίκα γίνεται «βοηθός» σωτηρίας για τον άνδρα· και ο άνδρας, παράλληλα, γίνεται «βοηθός» σωτηρίας για την γυναίκα.
Δ΄. Σκοπός της οικογενείας.
Συνεπώς και η οικογένεια η οποία θεμέλιο έχει τον γάμο, εντός της Εκκλησίας, παύει να είναι απλώς ένας φυσικός θεσμός και δεσμός που ικανοποιεί απλώς τις φυσικές ορμές του ανθρώπου προς συνεύρεση και δημιουργία απογόνων. Παύει να είναι ένας κοινωνικός θεσμός, που γίνεται είτε γιατί το απαιτεί η κοινή γνώμη, είτε γιατί το απαιτούν οικογενειακά ή οικονομικά συμφέροντα. Δεν στηρίζεται «επί της αμοιβαίας πίστεως και της προθέσεως ισοβίου συμβιώσεως», όσο στηρίζεται πάνω στη θεία χάρη, που απορρέει από το μυστήριο του γάμου η οποία καθαίρει, λαμπρύνει, αγιάζει, ενώνει, σταθεροποιεί, ενισχύει τα πρόσωπα της χριστιανικής οικογενείας. Η οικογένεια ως θεσμός εν Χριστώ δεν έχει καμμιά ανθρώπινη νομοτέλεια, αλλά συνιστά μέτρον οικονομίας του Θεού με απώτερο σκοπό την τελειοποίηση και σωτηρία τόσο των συζύγων όσο και των τέκνων. «Τι γαρ οίδας, γύναι ει τον άνδρα σώσεις; Ή τι οίδας, άνερ ει την γυναίκα σώσεις;» συμβουλεύει ο Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του14. Και αφού σωθούν οι σύζυγοι, κατά τον Κ. Καλλίνικο, σκοπός της χριστιανικής οικογένειας είναι να πληρώσει το κενό που σχηματίσθηκε στα αγγελικά τάγματα με την ανταρσία του Εωσφόρου. Καλείται η οικογένεια να δημιουργήσει φωτοειδή τέκνα, τα οποία θα προβιβασθούν από τον Θεό στη βασιλεία του και θα γίνουν άγγελοι φωτοειδείς. Γι’ αυτό, όπως παρατηρεί ο ίδιος συγγραφεύς, κατά τον γάμο, την επίσημη ίδρυση της οικογένειας, η Εκκλησία ψάλλει και συγχορεύει μαζί μας το «Ησαΐα, χόρευε…». Το κάνει αυτό για να μας υπενθυμίζει την εκ παρθένου γέννηση του Εμμανουήλ και το άρρητο μυστήριο της θείας απολυτρώσεως, το οποίο ακριβώς έρχονται οι νεόνυμφοι να συνεχίσουν, καθιστάμενοι «Θεού συνεργοί»15. Συνεπώς, όπως ο γάμος έτσι και η οικογένεια έχει καθαρά σωτηριολογικό χαρακτήρα.
Ε΄. Οικογένεια·
η «κατ’ οίκον εκκλησία» ή η «μικρά εκκλησία»
Κάτι που μας βοηθεί να καταλάβουμε και να νιώσουμε καλύτερα το σκοπό και τη σημασία της οικογένειας για τη σωτηρία του ανθρώπου, είναι ο χαρακτηρισμός του Παύλου για την οικογένεια, ότι είναι μία «κατ’ οίκον εκκλησία»16, και ο φημισμένος ορισμός του Χρυσοστόμου, ότι η οικογένεια είναι «εκκλησία μικρά»17.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην ακολουθία του γάμου, την «απηρτισμένην αυτήν ιεράν διδαχήν»18, ο ιερεύς εύχεται να διαφυλάξει ο Θεός το νέο ζευγάρι όπως διεφύλαξε «Νώε εν τη κιβωτώ…». Η αναφορά είναι σκόπιμα διαλεγμένη. Η κιβωτός είναι εικόνα της εκκλησίας. Όπως σώθηκε η φυσική ζωή με την κιβωτό στον κατακλυσμό τους, έτσι και μέσα στην Εκκλησία σώζεται ο λαός του Θεού. Το νέο ζευγάρι λοιπόν θ’ αποτελέσει μία μικρή κιβωτό-Εκκλησία που σκοπό θα έχει να σωθούν τα μέλη της από τον κατακλυσμό της αμαρτίας· θ’ αποβεί ένα μικρό κύτταρο του αιωνίου οργανισμού της Εκκλησίας, του σώματος του Χριστού. Πρέπει λοιπόν να είναι οντολογικά ενωμένο με τον Χριστό. Γι αυτό κατά την αρχαία παράδοση η ακολουθία του γάμου τελούνταν συνημμένη με την θεία λειτουργία, το κατ’ εξοχή μυστήριο της Εκκλησίας.
Είναι, λοιπόν, η οικογένεια καθαρά σωτηριολογικός και εκκλησιαστικός θεσμός. Γι’ αυτό, όπως παρατηρεί σύγχρονος θεολόγος, το «και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν» προ Χριστού δηλοί την φυσική ένωση των συζύγων, μετά Χριστόν όμως «η μία σαρξ» πραγματοποιείται κατ’ εξοχή όταν ο άνδρας και η γυναίκα συμμετέχουν στο μυστήριο της θ. Ευχαριστίας, στο μυστήριο της Εκκλησίας. Μόνο σ’ αυτό το ευχαριστηριακό πλαίσιο του γάμου μπορεί να σταθεί η διδασκαλία περί μονογαμίας, περί του ενός και αδιαλύτου γάμου»19.
ΣΤ΄. Ιδιότητες της χριστιανικής οικογένειας.
Αλλά ας αναλύσουμε κάπως περισσότερο την παρομοίωση τόσο της Κ. Διαθήκης όσο και των πατέρων για την οικογένεια ως «κατ’ οίκον εκκλησία» ή «εκκλησία μικρά». Η παρομοίωση και ο συμβολισμός αυτός δηλοί ότι τα γνωρίσματα της Εκκλησίας πρέπει ν’ απαντούν εν σμικρογραφία και στην οικογένεια, την μικρή Εκκλησία. Θεμελιώδη γνωρίσματα της Εκκλησίας είναι η ενότητα, η αγιότητα, η καθολικότητα και αποστολικότητα. Στο Σύμβολο της πίστεώς μας λέμε· «Πιστεύω…εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». Ας δούμε πως τα γνωρίσματα αυτά εφαρμόζονται στην οικογένεια.
α΄. Η Εκκλησία είναι μία· αλλά και οι σύζυγοι καλούνται σε μία αδιάλυτη, ισόβια, οντολογική ένωση. Είναι χαρακτηριστικό το χωρίο της Γενέσεως «Και έσονται οι δύο εις σάρκαν μίαν». Οι σύζυγοι αποτελούν ένα σώμα, μία σάρκα. Όπως ο Χριστός άφησε τον Πατέρα του στους ουρανούς και κατέβηκε στη γη και ήρθε προς τη νύμφη-Εκκλησία και έγινε ένα Πνεύμα -«ο κολλώμενος γαρ τω Κυρίω εν Πνεύμα εστί»-20, έτσι και ο άνδρας «καταλήψει τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν».
Μεγάλο μυστήριο αυτή η ένωση. Διότι ο άνδρας, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, «αφού εγκαταλείψει εκείνον που τον έσπειρε, εκείνον που τον γέννησε, εκείνον που τον ανέθρεψε, αφού αφήσει εκείνην που υπέφερε τους πόνους του τοκετού, εκείνην που ταλαιπωρήθηκε, εκείνην που τον θήλασε…, προσκολλάται σε μία γυναίκα που δεν την γνώριζε, η οποία δεν έχει καμιά συγγένεια μ’ αυτόν, και προτιμά απ’ όλους τους δικούς του αυτήν. Και οι γονείς παραδόξως, όταν γίνονται αυτά, αντί να στεναχωρηθούν, χαίρονται , ξοδεύοντας μάλιστα και χρήματα»21.
Και σ’ άλλο σημείο, μιλώντας πάλι για το γάμο, ο ι. πατήρ προσθέτει τα εξής.
«Πώς είναι μυστήριο; Μα συνενώνονται οι δύο και κάνουν ένα…Έρχονται για να γίνουν ένα σώμα. Τι μεγάλο μυστήριο αγάπης! Εάν οι δύο δεν γίνουν ένα, δεν κάνουν πολλούς. Όταν όμως ενωθούν, τότε κάνουν. Βλέπεις λοιπόν το μυστήριο του γάμου; Από τον ένα ο Θεός έκανε ένα, και πάλι αφού έκανε ένα, απ’ αυτούς του δύο, πάλι δημιουργεί έναν άνθρωπο. Ώστε από τον ένα γεννάται ο άνθρωπος. Γιατί η γυναίκα και ο άνδρας δεν είναι δύο άνθρωποι, αλλά ένας άνθρωπος»22.
Να λοιπόν η ενότητα της οικογένειας κατά το πρότυπο της ενότητας της Εκκλησίας. «Δύο ανθρώπινα όντα ενώνονται -αλληλοπεριχωρούνται- μέσα από το μυστήριο της αγάπης χωρίς να καταργούν τον εαυτό τους… Ενώνονται αδιαίρετα χωρίς όμως να “συγχέονται”. Ξεπερνούν κάθε διάκριση και διχασμό -βιολογικό (άρσεν-θήλυ), κοινωνικό (άνδρας-γυναίκα), ατομικό (εσύ-εγώ)- και συνθέτουν την προσωπική τους κοινωνία… Μέσα στην οικογένεια οι έννοιες μονάδα και δυάδα παύουν να είναι λογικές ή μαθηματικές. Ένα κι ένα κάνουν δύο. Αποβαίνουν υπέρλογες, θεολογικές. Ένα κι ένα κάνουν ένα»23. Όλα τα προβλήματα και οι διαφορές που υπάρχουν στην οικογένεια λύνονται αμέσως, εάν οι σύζυγοι και τα παιδιά βεβαίως, που είναι προέκταση των γονέων τους, και που αποτελούν μία γέφυρα24, κατά την έκφραση του Χρυσοστόμου, που συντελεί και αυτή με τη σειρά της στην ενότητα των γονέων, σκεφθούν τις συνέπειες που απορρέουν από το θεολογικό δόγμα της ενότητας της οικογένειας. Και μάλιστα της χριστιανικής οικογένειας, η οποία μετέχει στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και αποκτά πραγματική, μυστηριακή, υπέρλογη ενότητα, και όχι απλώς σαρκική.
β΄. Η Εκκλησία όμως εκτός από μία είναι και αγία. Συνεπώς και η οικογένεια πρέπει να είναι αγία. Ξεχωρισμένη από τον κόσμο, που «κείται εν τω πονηρώ», και αφιερωμένη στον Θεό. Στα «ειρηνικά» της ακολουθίας του αρραβώνος και του γάμου η Εκκλησία εύχεται για «αγάπη τελεία», «ομόνοια», «άμεμπτη βιωτή και πολιτεία». Κι’ αυτά λέγονται, για να καταλάβουν οι νεόνυμφοι ότι σκοπός της οικογένειας, που ιδρύεται με το μυστήριο του γάμου, είναι ο αγιασμός των συζύγων και των παιδιών που θα προκύψουν. Και είναι χαρακτηριστικό, και πρέπει πολύ να το προσέξουμε, ότι, ανάμεσα στις ατομικές αυτές αιτήσεις, η Εκκλησία εύχεται· για την ειρήνη του σύμπαντος κόσμου, την σταθερότητα των εκκλησιών, την ενότητα όλων, τον κλήρο και τον λαό. Τι σημασία έχουν αυτές οι αιτήσεις; Ποιο είναι το νόημά τους σ’ ένα φαινομενικά ιδιωτικό γεγονός; Τι δουλειά έχει η «ειρήνη του σύμπαντος κόσμου» και η «ευστάθεια των εκκλησιών»; Έχει· διότι ο γάμος και η οικογένεια εντάσσονται μέσα στο σχέδιο και τη ζωή της Εκκλησίας. Όπως φαίνεται και πάλι στην ακολουθία του γάμου, το συγκεκριμένο ζευγάρι, που νυμφεύεται «εδώ και τώρα», εγγράφεται στην ιστορία όλων των αγίων ζευγών της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, συμμετέχει και είναι παρόν στο πρώτο θαύμα του Κυρίου εν Κανά, συνδέεται με ζεύγη της ιστορίας της Εκκλησίας, καλούμενο -με όλα αυτά- να ζήσει την προσωπική του ιστορία ως ζεύγος, μεταμορφώνοντας την ένωσή του εις «καινή κτίση»25.
Ακόμη οι ευχές της ακολουθίας του γάμου, που εύχονται να δώσει ο Θεός «σπέρμα μακρόβιον», «καρπόν κοιλίας», «καλλιτεκνίαν», «ευτεκνίας απόλαυσιν», δεν λέγονται απλώς για να σωθεί βιολογικά το ανθρώπινο γένος από την απειλή του θανάτου. Αυτό ίσως και έχει σημασία για τους απίστους, τους κοσμικούς, τους σαρκικούς ανθρώπους. Το «αυξάνεσθε και πλυθύνεσθε» του Δημιουργού σημαίνει κυρίως και πρώτα απ’ όλα, ότι τα ζεύγη που ενώνονται εν Χριστώ πρέπει να πληθύνουν την ανθρωπότητα της Εκκλησίας, την οικογένεια των αγίων, να γεμίσουν τους ουρανούς με καινούργιους «πολίτες». Δεν είναι η οικογένεια για να προσφέρει απλώς επιστήμονες, εργάτες, στρατιώτες, γεωργούς και ναυτικούς στο κράτος, αλλά για να δημιουργήσει αγίους οι οποίοι θα μπουν στην επιστήμη, στην εργασία, στο στρατό, στη γεωργία, στη ναυτιλία, παντού, και θα μεταμορφώσουν κατά το μέτρο του δυνατού ολόκληρη την κοινωνία. Γι’ αυτό η Εκκλησία εύχεται όχι μόνο για «καρπόν κοιλίας» αλλά και για «καλλιτεκνία». Είναι δε χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε κάποιος στάρετς στη Ρωσία σε μια γυναίκα που ζήτησε την ευλογία του για να παντρευθεί. «Μπορείς να φέρεις», είπε, «έναν άγιο; Αν μπορείς, τότε παντρέψου, διαφορετικά δεν σου δίνω την ευλογία μου»26. Μ’ αυτήν λοιπόν την προοπτική, «σώζεται» η γυναίκα δια της τεκνογονίας, όπως λέει ο απόστολος Παύλος. Σώζεται, γιατί συμμετέχει στο μυστήριο του μέλλοντος αιώνος που είναι η Εκκλησία, φέρνοντας στη ζωή ένα πρόσωπο που προορίζεται να γίνει εικόνα του Θεού. Γι’ αυτό οι χριστιανοί γονείς κάθε προσφορά προς τα παιδιά τους, όπως φαγητό, ντύσιμο, μόρφωση, εξασφάλιση οικονομικών αγαθών, πρέπει να την θεωρούν δευτερεύουσα. Ως κύρια δε την χριστιανική αγωγή και ανατροφή των τέκνων τους. Πρέπει να θυμούνται πάντοτε του λόγους του Χρυσοστόμου·
«Ου το σπείραι ποιεί πατέρα μόνον, αλλά το παιδεύσαι καλώς· ουδέ το κυήσαι μητέρα εργάζεται, αλλά το θρέψαι καλώς»28.
γ΄. Η Εκκλησία όμως εκτός από αγία είναι και καθολική. Τι σημαίνει ο όρος καθολική; Πολλές είναι οι ερμηνείες που δίδουν οι θεολόγοι. Ανάμεσα σ’ αυτές βασική και θεμελιώδης είναι η ποσοτική. Η Εκκλησία πρέπει ν’ αυξηθεί όχι μόνο ποιοτικά, όπως τονίσαμε προηγουμένως, αλλά και ποσοτικά. Έτσι και η οικογένεια, η μικρή Εκκλησία, πρέπει να οδηγείται στη δημιουργία νέων μελών. Πρέπει να επιδιώκει να γίνει μία μικροκοινωνία, ένας μικρόκοσμος, μία μικροπολιτεία. Πρέπει ν’ αποφεύγει την κατάρα της σημερινής εποχής, την «ήσσονα προσπάθεια». Να μην περιορίζει την πατρότητα και τη μητρότητα στο ένα ή στα δύο παιδιά. Να μην επικροτεί το σύνθημα που ξεκίνησε από τις Αγγλοσαξονικές χώρες και επεκτάθηκε σ’ όλη την υφήλιο no more, όχι περισσότερα -των δύο- παιδιά. Να μην αρνείται τη θυσία και το ολοκληρωτικό δόσιμο. Να μην αρνείται να προσφέρει όσο μπορεί. Να μην κάνει θρησκεία της τη σύγχρονη φιλοσοφία του ευδαιμονισμού. Να ξέρει να αγαπά πραγματικά. Διότι η υπογεννητικότητα, που μαστίζει την εποχή μας, είναι αποτέλεσμα της υπογεννητικότητας της αγάπης. Γι’ αυτό πολύ σωστά Κύπριος ιεράρχης τονίζει κάπου ότι·
«Ο σύγχρονος άνθρωπος αγνοεί την αγάπη, γι’ αυτό αγνοεί την πατρότητα και τη μητρότητα στις πραγματικές τους διαστάσεις, που είναι προσφορά του εαυτού μας χάριν του άλλου». Και συνεχίζει με πόνο ψυχής· «Κανένας δεν έχει το δικαίωμα ν’ αρνείται το χάρισμα της ζωής. Ευθύνη για παιδιά δεν είναι πρωταρχικά η εξασφάλιση πολλών παιχνιδιών αλλά η εξασφάλιση κλίματος άπειρης αγάπης. Η γέννηση παιδιού είναι δωρεά ζωής, η είσοδος στον κόσμο ανθρώπων που θα ζήσουν στην κοινωνία αγάπης με τον Θεό και τους άλλους ανθρώπους»29.
Κάτι τέλος σχετικό με το θέμα που εξετάζουμε, είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε μια τρομακτική συρρίκνωση του χριστιανισμού, λόγω της άνευ προηγουμένου υπογεννητικότητας των λεγομένων χριστιανικών κρατών. Αντιθέτως υπάρχει κατακόρυφη άνοδος των ανατολικών θρησκειών για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Η ευθύνη της λεγόμενης χριστιανικής οικογένειας είναι τεράστια και η θεία τιμωρία θα ξεσπάσει αμείλικτη.
δ΄. Αλλά η Εκκλησία είναι και αποστολική. Τι σημαίνει αυτό; Ότι θεμέλιο αιώνιο και αμετάβλητο στη διδαχή, στο δόγμα αλλά και στη ζωή των μελών της Εκκλησίας είναι η διδασκαλία των αποστόλων. Εκτός όμως τούτου το ότι η Εκκλησία είναι και αποστολική σημαίνει ότι αυτή θα έχει πάντοτε το ζήλο, την ορμή και την έφεση των αποστόλων για να διαδώσει παντού το μήνυμα του ευαγγελίου. Αλλιώς, «Εκκλησία χωρίς ιεραποστολή είναι Εκκλησία χωρίς αποστολή»· νεκρή Εκκλησία, χωρίς νόημα και λόγο υπάρξεως.
Αλλά ο ζήλος για την ιεραποστολή πρέπει να χαρακτηρίζει και την μικρή Εκκλησία, την οικογένεια. Για να νιώσουμε τι σημαίνει αυτό, θα αναφέρουμε δύο οικογένειες της Καινής Διαθήκης· τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, και την οικογένεια Στεφανά.
Για την πρώτη, την οικογένεια του Ακύλα και της Πρίσκιλλας, γράφει ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του· «Ασπάσασθε Πρίσκιλλαν και Ακύλαν τους συνεργούς μου εν Χριστώ Ιησού, οίτινες υπέρ της ψυχής μου τον εαυτών τράχηλον υπέθηκαν, οίς ουκ εγώ μόνος ευχαριστώ, αλλά και πάσαι αι εκκλησίαι των εθνών, και την κατ’ οίκον αυτών εκκλησίαν»30. Συγκλονιστικοί έπαινοι για το άγιο ζευγάρι. Ο Παύλος τους παρουσιάζει σαν συνεργούς του εν Χριστώ Ιησού. Και πράγματι τον βοήθησαν στην Κόρινθο, όπου τους πρωτογνώρισε και έμεινε μαζί τους ασκώντας την τέχνη του σκηνοποιού, τον ακολούθησαν στην Έφεσο και προλείαναν το έδαφος για την εργασία του Παύλου και την επικράτηση του χριστιανισμού, τέλος δε εστάλησαν και πάλι στην Ρώμη την πατρίδα τους, απ’ όπου τους είχε διώξει ο Κλαύδιος, για να δημιουργήσουν το προγεφύρωμα της μετέπειτα αποβάσεως του Παύλου στη Ρώμη.
Τον καιρό που έμεινε στην Έφεσο το θαυμάσιο αυτό ζευγάρι, μεταξύ των άλλων έργων του, κατήχησε τον δυναμικό και εύγλωττο ρήτορα Απολλώ στην διδασκαλία του Ευαγγελίου31. Δεν ήταν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα σαν τους σημερινούς χριστιανούς, που ούτε το «Πιστεύω» ξέρουν να λένε ούτε την αγία Γραφή γνωρίζουν ούτε τα παιδιά τους είναι ικανοί να κατηχήσουν. Ήταν τόσο καταρτισμένοι, που μπορούσαν να κατηχήσουν ακόμη και μορφωμένους σαν τον Απολλώ με ακρίβεια. «Ακριβέστερον αυτώ εξέθεντο την οδόν του Θεού», λέγουν οι Πράξεις των Αποστόλων.
Αλλά και κάτι που δείχνει πόσο δημιουργικός ήταν ο ιεραποστολικός ζήλος τους· στην αγία Γραφή παρουσιάζονται ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα να έχουν «κατ’ οίκον εκκλησίαν» τόσο στη Έφεσο 32 όσο και στην Ρώμη33. Οπωσδήποτε θα είχαν και στην Κόρινθο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι το καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού τους το παρεχώρησαν, ώστε να συγκεντρώνονται εκεί οι χριστιανοί για τις ανάγκες της λατρείας τους, το κήρυγμα και την θεία ευχαριστία. Την εποχή εκείνη δεν είχαν μεγάλους ναούς οι πιστοί, για να συνάζονται εκεί. Γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν τις «κατ’ οίκον εκκλησίες». Για να ξεχωρίσουν δε περί ποιας εκκλησίας έκαναν λόγο ( όπως εμείς σήμερα λέμε εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, της Αγίας Σκέπης κ.ο.κ.) εκείνοι πρόσθεταν το όνομα του νοικοκύρη· έλεγαν π.χ. «η κατ’ οίκον εκκλησία του Ακύλα και της Πρισκίλλης», «η κατ’ οίκον εκκλησία του Νυμφά»34, του Φιλήμονος»35 κ.λ.π. 36.
Πώς λοιπόν ο Παύλος να μη τους ονομάζει συνεργούς του και να μη φουσκώνει με καμάρι γι’ αυτούς; Πώς να μη τους ευχαριστεί για την προσφορά τους και μαζί μ’ αυτόν «πάσαι αι εκκλησίαι των εθνών»; Αλλά εκτός της ιεραποστολικής τους δράσεως παρουσιάζει και τους κινδύνους που υπέστησαν· «οίτινες υπέρ της ψυχής μου των εαυτών τράχηλον υπέθηκαν», λέγει. Η ζωή τους, δηλαδή, όπως και κάθε γνησίου ιεραποστόλου, υπήρξε μαρτυρική.
Πρακτικό δίδαγμα που βγαίνει από τη ζωή του Ακύλα και της Πρίσκιλλας είναι ότι το σπίτι της χριστιανικής οικογένειας πρέπει να είναι τμήμα και επέκταση της ενορίας. Μπορεί σήμερα να μη χρειάζεται να τελείται το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, αλλά μπορούν να γίνονται κύκλοι Γραφής, κατηχητικά, ομάδες, ιεραποστολικά σχέδια, έργα φιλανθρωπίας και τόσα άλλα. Επίσης η οικογένεια πρέπει να θεωρεί ως βασικό της στόχο την καλλιέργεια του μαρτυρικού και σταυρικού φρονήματος. Να θεωρεί το μαρτύριο ως το ακρότατο αγαθό και δώρο του αγίου Πνεύματος.
Ας δούμε όμως και την οικογένεια Στεφανά, την οποία μας παρουσιάζει ο Παύλος στο τελευταίο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής. Την αποτελούσαν ο Φορτουνάτος, γυιός του Στεφανά, και ο Αχαϊκός, προφανώς δούλος, διότι οι δούλοι παίρνουν όνομα από τη χώρα προελεύσεώς τους.
Ποιες οι αρετές της οικογένειας του Στεφανά;
Πρώτον· ήταν «απαρχή της Αχαΐας». Ήταν η πρώτη χριστιανική οικογένεια της παλαιάς Ελλάδος, που πίστευσε πανοικεί. Βέβαια στην Αθήνα έχουμε τον Διονύσιο και την Δάμαρι, στην Κόρινθο τον Κρίσπο και το Γάιο. Αλλά πανοικεί μόνο η οικογένεια Στεφανά. Μεγάλος έπαινος. Γιατί και σήμερα δεν υπάρχει αυτό το καθολικό χριστιανικό πνεύμα. Σπάνια ολόκληρη η οικογένεια να εκκλησιάζεται, να κοινωνεί, να εξομολογείται. Γι’ αυτό ο Παύλος τους επαινεί ότι είναι απαρχή της Αχαΐας.
Δεύτερο· «εις διακονίαν τοις αγίοις έταξαν εαυτούς».Δηλαδή, έταξαν ως σκοπό τους, ως ιδανικό τους, την ιεραποστολική διακονία. Και είναι μεγάλο αυτό. Γιατί ιεραποστολή χωρίς την υποστήριξη από τους εγγάμους δεν υπάρχει. Εκεί είναι που ακουμπά η Εκκλησία.
Τρίτον· «ανέπαυσαν γαρ το εμόν πνεύμα και το υμών». Όχι μόνο τον Παύλο ξεκούραζαν αλλά και τους Κορινθίους. Υπήρξε πάνδημος η παραδοχή και η αναγνώριση της οικογένειας Στεφανά. Για να καταλάβουμε αυτή την «ανάπαυση» Παύλου και Κορινθίων, αρκεί να σκεφθούμε πόσο ξεκουράζεται ένας προϊστάμενος όταν έχει υφισταμένους που ξέρουν καλά την δουλειά τους. Πόσο ξεκουράζεται ένας πατέρας, όταν βλέπει τα παιδιά του να μοχθούν και να κοπιάζουν για να τον βγάλουν ασπροπρόσωπο. Γι’ αυτό και ο Παύλος τους συνιστά στους Κορινθίους λέγοντας· «ίνα και υμείς υποτάσσεσθε τοις τοιούτοις και παντί τω συνεργούντι και κοπιώντι… επιγινώσκετε ούν τους τοιούτους»37.
Να λοιπόν τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός «αποστολική» για την «μικρά εκκλησία» την οικογένεια. Να δρα, να κινείται και να αναπνέει μέσα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα της ιεραποστολής. Οικογένεια που δεν έχει αυτή την ιδιότητα, ασχέτως εάν έχει όλες τις άλλες, δεν είναι χριστιανική .
Εάν λάβουμε υπ’ όψη μας τα όσα εξετέθησαν στην παρούσα μελέτη, βλέπουμε ότι σήμερα η χριστιανική οικογένεια, ως επί το πλείστον, δεν είναι δεδομένο αλλά είναι ένα ζητούμενο. Η σημερινή χριστιανική οικογένεια δεν είναι όντως χριστιανική, αλλά απλώς θρησκεύουσα. Σήμερα δεν έχουμε απλώς κρίση της οικογένειας, αλλά έχουμε κρίση αυτής της χριστιανικής οικογένειας. Στην θρησκεύουσα σήμερα οικογένεια έχουμε απλώς ένα επίχρισμα χριστιανικότητας, όχι όμως κ’ ένα βάθος χριστιανικής ζωής.
Τι πρέπει να γίνει για να διορθωθεί η κατάσταση; Πρέπει η λεγόμενη χριστιανική οικογένεια να μελετήσει επισταμένως και άνευ αναβολής τόσο το την ευαγγελική και πατερική διδαχή για την οικογένεια, όσο και τα βιβλικά πρότυπα της οικογένειας, όπως και τα όσα προσφέρει η εκκλησιαστική μας παράδοση. Μόνο τότε υπάρχει ελπίδα να δούμε νήφουσα και ακμάζουσα και σφριγώσα χριστιανική οικογένεια. Διαφορετικά «εις αέρα δέρομεν»38.
1. Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, λήμμα οικογένεια.
2. Χρήστου Ανδρούτσου, Σύστημα Ηθικής, Θεσ/νίκη 1964 σ. 291
3. Γεν. 2,24
4. Θεοδώρητου Κύρου, ερμηνεία εις Εφεσ. 5,31, P.G. 31,548
5. Αρχιμ. Επιφάνιου Θεοδωροπούλου, Προγαμιαίαι σχέσεις-πολιτικός γάμος- αμβλώσεις, εκδ. «Ορθόδοξου Τύπου», Αθήναι 1986, σ. 39. Πρβλ. και Χρήστου Ανδρούτσου, Δογματική § 65, Ο Γάμος.
6. Εφεσ. 5,32.
7. Χρ. Ανδρούτσου, Σύστημα Ηθικής, σ. 291.
8. Α΄ Κορ. 7,2.
9. Ε.Π.Ε., έργα Χρυσοστόμου, τόμ. 27, σ.108.
10. Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, μητροπολίτου Φλωρίνης, Υπομνήσεις, Αθήναι 1980, σ. 242.
11. Παναγιώτου Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. 3ος , σ. 332.
12. Γεωργίου Πατρώνου, Ο γάμος στη θεολογία και στη ζωή, Αθήναι 1981, σ. 27. Πρβλ. και Δογματική Π. Τρεμπέλα, τόμ. 3ος, σ. 324 § 7.
13. Α΄ Κορ. 7,14.
14. ενθ’ ανωτ. 7,16.
15. Πρβλ. Κ. Καλλινίκου, πρωτοπρεσβυτέρου, Ο χριστιανικός γάμος και η οικογένεια, Αθήναι 1958, σ. 129.
16. Α΄ Κορ. 16,19 · Κολ, 4,15 · Φιλήμ. 1,2.
17. Ε.Π.Ε. έργα Χρυσοστόμου, τόμ. 21, σ. 222.
18. Επισκόπου Διονυσίου Λ.Ψαριανού, Εις βοήθειαν και διαδοχήν του γένους των ανθρώπων, εκδ. «Αποστολικής Διακονίας», Αθήναι 1974, σ. 10
19. Αλεξ.Σταυροπούλου, Μυστήριο αγάπης- Εκκλησία μικρά, εν «Κοινωνία», Μάρτιος-Απρίλιος 1975, σ.117.
20. Α΄ Κορ. 6,17.
21. Ε.Π.Ε. έργα Χρυσοστόμου, τόμ. 21, σσ. 211-213.
22. ένθ’ ανωτ. τόμ. 22, σ. 343.
23. Σωκράτη Νίκα, Γάμος, εκδ. «Μήνυμα», Αθήναι, σσ. 43,44.
24. Ε.Π.Ε. έργα Χρυσοστόμου, τόμ 22, σσ. 344,15-30.
25. Πρβλ. Αλεξ. Σταυροπούλου, μνημ. έργ., σ. 114.
26. Τατιάνας Γκορίτσεβα, Είναι επικίνδυνο να μιλάς για τον Θεό, εκδ. «Τήνος», Αθήναι 1987, σ. 98.
27. Α΄ Τιμ. 2,15.
28. Ι. Χρυσοστόμου, λόγος α΄ εις Άνναν· P.G.54,636 κ.ε.
29. Χρυσοστόμου, μητροπολίτου Κιτίου, Ομιλία στη γιορτή της πολύτεκνης μάνας, περιοδικό «Ορθόδοξη παρουσία» τόμ. Γ΄ 1982.
30. Ρωμ. 16,3-4.
31. Πρβλ. Πράξ. 18,1-4 ·18,24-28.
32. Α΄ Κορ. 16,19.
33. Ρωμ. 16,3-4.
34. Κολ. 4,15.
35. Φιλήμ. 1,2.
36. Αρχιμ. Ιγνατίου Θ. Μαδενλίδη, Ακύλας-Πρίσκιλλα, Λάρισα 1985, σελ. 70.
37. Α΄ Κορ. 16,16-18.
38. Πρβλ. Α΄ Κορ. 9,26.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
No comments:
Post a Comment