Ζωή κλεμμένη - ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΫΦΑΝΤΗΣ


Ζωή κλεμμένη



H Όλγα εντελώς αυθόρμητα και με τα μάτια της βουρκωμένα άρχισε
να του εξιστορεί το παιδικό της όνειρο.

Ζωή κλεμμένη - ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΫΦΑΝΤΗΣ
“Το κορίτσι στεκόταν όρθιο στα κάγκελα της αυλής του σπιτιού 
του. Ήταν παιδί ακόμα και στην ψυχή του δεν υπήρχε καχυποψία.
Του άρεσε να ζωγραφίζει, να αποτυπώνει στον καμβά τις πιο βαθιές
του σκέψεις και τα όνειρά του και να γαληνεύει την ψυχή της με τη
μουσική. Μια μουσική που πολύ λίγοι καταλαβαίνουν κι ακόμη πιο
λίγοι μπορούν να εκφράσουν με λόγια. Πάντα αυτό το κορίτσι ήταν
ντυμένο στα άσπρα. Όπως το παρουσιαστικό του έτσι και η ψυχή του
ήταν αγνή. Έκανε όνειρα πολλά για τη ζωή, για την αγάπη και για να
κάνει τον κόσμο καλύτερο.


Έξαφνα κι ενώ το κορίτσι είχε καρφωμένο το βλέμμα του στο
απέναντι βουνό, και η σκέψη του πλανιόταν μέσα στο θολό τοπίο,
ακούστηκαν διαφορετικές μουσικές, περίεργες στο άκουσμα,
πρωτόγνωρες στην αγνή του ψυχή. Το κορίτσι σάστισε. Ο θόρυβος
όλο και πλησίαζε. Έκανε να κοιτάξει από την πλευρά εκείνη του
δρόμου και τι να δει; Μια ευχάριστη παρέα, άνθρωποι διαφορετικοί,
έδειχναν εύθυμοι και διαλαλούσαν με πάθος την πραμάτεια που
κουβαλούσαν για να πουλήσουν....


Έδειχναν διατεθειμένοι ακόμη και
να τη χαρίσουν αρκεί κάποιος να την παζάρευε (πολύ αργότερα
κατάλαβε πως το μεγαλύτερο μέρος της πραμάτειας ήτανε
κλεμμένο). Το κορίτσι ένιωσε έκπληκτο από το θέαμα.
Όταν ο θίασος αυτός πλησίαζε είδε στα χέρια του ενός από τους
ανθρώπους αυτούς έναν παράξενο πίνακα. Αισθάνθηκε
αποφασισμένη να τον αγοράσει με οποιοδήποτε τίμημα. Θα έκανε κι
αυτή παζάρι. Κοίταξε πίσω της. Οι δικοί της ήταν ακόμη μέσα στο
σπίτι. Σκέφτηκε λίγο και μετά κατέβηκε τις σκάλες με σκοπό να πάρει
αυτό που της έκανε εντύπωση.


Κοντοστάθηκε μπροστά στον άνθρωπο που το πουλούσε και
ζήτησε να το δει. Εκείνος άρχισε με κλάματα να της λέει πως είναι ο
αγαπημένος του πίνακας και δεν μπορεί να τον αποχωριστεί. Το
κορίτσι ρώτησε ποιο είναι το τίμημα. Αυτός δεν άφησε περιθώριο.
Ήταν βλέπετε από αυτούς που ξέρουν εύκολα να κλέβουν τις ψυχές,
τις ζωές και τις περιουσίες των τίμιων και αγνών ανθρώπων. Το
τίμημα ήταν να την πάρει μαζί του και θα είχε για πάντα αυτό το
υπέροχο έργο.
Πριν ακόμα τελειώσει η συζήτηση το κορίτσι είχε μπει στο θίασο.
Ούτε κι αυτή κατάλαβε πως. Το μόνο που θυμάται είναι οι
απεγνωσμένες κραυγές των γονιών της για να γυρίσει πίσω, οι
οποίες ακούγονταν αχνά, αλλά δεν πρόλαβε ούτε καν να τους πει
πού πάει. Στα χέρια κρατούσε το καινούριο της απόκτημα και δεν
μπορούσε ούτε καν να τα κουνήσει για να τους εξηγήσει από μακριά.
Ήταν βαρύ το δώρο της.”


Ξαφνικά το όνειρο την οδήγησε σε ύστερα χρόνια, όταν πια
καταπονημένη από το να πουλάει πραμάτειες είχε ισχυρούς
πόνους στα πόδια, γιατί περπατούσε ξυπόλυτη στο δρόμο και
έπρεπε κάθε βράδυ να καταθέτει την είσπραξή της για να
ξεπληρώσει αυτό που αγόρασε όταν ήταν ακόμα παιδί. Το σώμα της
και η ψυχή της ήταν γεμάτα πληγές που πονούσαν. Ο υπόλοιπος
θίασος συνέχιζε ευτυχισμένος την πορεία του από τόπο σε τόπο. Ο
άνθρωπος εκείνος μοίραζε ξανά ψεύτικους πίνακες και σε άλλα
κορίτσια του θιάσου που δέχονταν τα δώρα ευχαρίστως. Αυτή ένιωσε
ότι ποτέ δεν ανήκε εκεί. Πίστευε πως δεν υπήρχε επιστροφή και ότι
δεν είχε πια το κουράγιο να ξανανέβει εκείνες τις σκάλες. Ήταν η
ώρα που χανόταν τα λογικά της και ήθελε να πεθάνει για να
λυτρωθεί η ψυχή της.


Είδε τον εαυτό της πεσμένο στο δρόμο, να σπαράζει από πόνο και
να λιποθυμά και ο θίασος να απομακρύνεται χωρίς κανένας να
γυρίζει πίσω. Της είχαν κλέψει τα πάντα. Έτσι πίστευαν. Ήθελαν να
πεθάνει εκεί στο δρόμο με την πεποίθηση πως κανείς δε θα
βρισκόταν να τη σηκώσει και να την περιθάλψει. Όμως ο δρόμος
εκείνος ήταν γνωστός. Ήταν ξέφωτο και από μακριά φαινόταν κάτι
σκάλες σ’ ένα πολύ ψηλό σπίτι. Το κορίτσι στάθηκε τυχερό μέσα
στην ατυχία του. Μαζεύτηκε κόσμος. Νόμιζαν ότι είχε πεθάνει.
Κανείς δεν τολμούσε να τη σηκώσει. Κάποιος φώναξε τους δικούς
της. Ήταν επιτέλους μπροστά στο πατρικό της σπίτι. Το κορίτσι δεν
είχε πεθάνει. Κάτι ζούσε ακόμη μέσα της που δεν μπόρεσε κανείς να
το κλέψει. Ήταν τα παιδικά της όνειρα. Ήταν βαθιά κρυμμένα μέσα
της και της έδωσαν και πάλι ζωή. Οι δικοί της χάρηκαν και της είπαν
πως μόλις γίνει καλά είναι καιρός να επιστρέψει ξανά στο θίασο, γιατί
θα ήταν ευτυχισμένη εκεί. Όμως ξάφνου ένα χέρι, σαν μαγικό, δεν
την άφησε καν να ανέβει τις σκάλες, Ήταν το χέρι της γιαγιάς της
που την ανέβασε στο πιο ψηλό μπαλκόνι του σπιτιού, που ήταν
γεμάτο λουλούδια. Εκεί πάνω το κορίτσι ήταν ξανά ευτυχισμένο και
άρχισε να κάνει ξανά όνειρα. Δεν ξανακατέβηκε από εκεί. Όποτε
έβλεπε θιάσους απομακρυνόταν. Είχε πάρει πια πίσω την κλεμμένη
ζωή της.

Λευτέρης Αϋφαντής

πηγή: poihsh-logotexnia

No comments:

Post a Comment